λειαντήριο

λειαντήριο
το
(Α λειαντήριον και λεαντήριον) [λειαίνω]
ο λειαντήρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεαντήριον — λεαντήριον, τὸ (Α) βλ. λειαντήριο …   Dictionary of Greek

  • λειαντήρας — λειαντήρας, ο και λειαντήριο, το κάθε εργαλείο με το οποίο λειαίνεται μια επιφάνεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”